Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομέμφομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκῡ́νω
ἀπομηνίω
ἀπομῑμέομαι
ἀπομῑ́μησις
ἀπομιμνήσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπομνήσομαι
ἀπόμνῡμι
View word page
ἀπο-μηνίω
ἀπομηνίωvbfut.
ἀπομηνῑ́σω
aor.ptcpl.
ἀπομηνῑ́σᾱς
be utterly furiousHom.w.dat.w. someoneIl.

ShortDef

to be very wroth, to perseverere in wrath

Debugging

Headword:
ἀπομηνίω
Headword (normalized):
ἀπομηνίω
Headword (normalized/stripped):
απομηνιω
IDX:
121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-122
Key:
ἀπομηνίω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-μηνίω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>μηνίω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>ἀπομηνῑ́σω</Form></Tns><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>ἀπομηνῑ́σᾱς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>be utterly furious</Tr><Au>Hom.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπομηνίω'}