Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωσις
ἔλλαβον
Ἑλλαδικός
ἔλλᾱθι
ἐλλαμπρῡ́νομαι
ἐλλάμπω
Ἑλλᾱ́νιος
Ἑλλᾱνοδίκᾱς
Ἑλλάς
ἔλλατε
ἔλλαχον
ἑλλεβορίζω
View word page
ἔλλαβον
ἔλλαβονep.aor.2seeλαμβάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔλλαβον
Headword (normalized):
ἔλλαβον
Headword (normalized/stripped):
ελλαβον
IDX:
12198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12199
Key:
ἔλλαβον

Data

{'headword_display': '<b>ἔλλαβον</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἔλλαβον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λαμβάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἔλλαβον'}