Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἕλκημα
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωσις
ἔλλαβον
Ἑλλαδικός
ἔλλᾱθι
ἐλλαμπρῡ́νομαι
ἐλλάμπω
Ἑλλᾱ́νιος
Ἑλλᾱνοδίκᾱς
Ἑλλάς
ἔλλατε
ἔλλαχον
View word page
ἕλκωσις
ἕλκωσιςεωςfἑλκόω ulcerationin the bodyTh.

ShortDef

ulceration

Debugging

Headword:
ἕλκωσις
Headword (normalized):
ἕλκωσις
Headword (normalized/stripped):
ελκωσις
IDX:
12197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12198
Key:
ἕλκωσις

Data

{'headword_display': '<b>ἕλκωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἕλκωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἑλκόω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>ulceration<Expl>in the body</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἕλκωσις'}