Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκηθμός
ἕλκημα
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτικός
ἑλκύδριον
ἑλκυστάζω
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωσις
ἔλλαβον
Ἑλλαδικός
ἔλλᾱθι
ἐλλαμπρῡ́νομαι
ἐλλάμπω
Ἑλλᾱ́νιος
View word page
ἑλκύδριον
ἑλκύδριονουndimin.ἕλκος little soreAr.

ShortDef

a slight sore

Debugging

Headword:
ἑλκύδριον
Headword (normalized):
ἑλκύδριον
Headword (normalized/stripped):
ελκυδριον
IDX:
12193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12194
Key:
ἑλκύδριον

Data

{'headword_display': '<b>ἑλκύδριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἑλκύδριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>ἕλκος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little sore</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἑλκύδριον'}