Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
Ἑλίκη
Ἑλίκη
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικότροχος
ἑλικτήρ
ἑλικτός
Ἑλικών
Ἑλικώνιος
ἑλίκωψ
ἐλῑνύες
ἐλῑνύω
ἕλιξ
ἔλιπον
ἐλισάμην
ἑλίσσω
View word page
ἑλικτήρ
ἑλικτήρῆροςm jewellery in spiral or twisted formearringLys.

ShortDef

anything twisted

Debugging

Headword:
ἑλικτήρ
Headword (normalized):
ἑλικτήρ
Headword (normalized/stripped):
ελικτηρ
IDX:
12168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12169
Key:
ἑλικτήρ

Data

{'headword_display': '<b>ἑλικτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἑλικτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>jewellery in spiral or twisted form</Def><Tr>earring</Tr><Au>Lys.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἑλικτήρ'}