Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔλιγμα
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
Ἑλίκη
Ἑλίκη
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικότροχος
ἑλικτήρ
ἑλικτός
Ἑλικών
Ἑλικώνιος
ἑλίκωψ
ἐλῑνύες
ἐλῑνύω
ἕλιξ
ἔλιπον
ἐλισάμην
View word page
ἑλικότροχος
ἑλικότροχοςadjseeἑλίτροχος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑλικότροχος
Headword (normalized):
ἑλικότροχος
Headword (normalized/stripped):
ελικοτροχος
IDX:
12167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12168
Key:
ἑλικότροχος

Data

{'headword_display': '<b>ἑλικότροχος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἑλικότροχος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἑλίτροχος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἑλικότροχος'}