Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑλίγδην
ἔλιγμα
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
Ἑλίκη
Ἑλίκη
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικότροχος
ἑλικτήρ
ἑλικτός
Ἑλικών
Ἑλικώνιος
ἑλίκωψ
ἐλῑνύες
ἐλῑνύω
ἕλιξ
ἔλιπον
View word page
ἑλικο-στέφανος
ἑλικο-στέφανοςονadj of a womanwith twined garlandB.

ShortDef

with twisted diadem

Debugging

Headword:
ἑλικοστέφανος
Headword (normalized):
ἑλικοστέφανος
Headword (normalized/stripped):
ελικοστεφανος
IDX:
12166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12167
Key:
ἑλικοστέφανος

Data

{'headword_display': '<b>ἑλικο-στέφανος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑλικο-στέφανος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>with twined garland</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἑλικοστέφανος'}