Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐλήλεγμαι
ἐληλουθώς
ἐλήφθην
ἐλθέ
ἑλίγδην
ἔλιγμα
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
Ἑλίκη
Ἑλίκη
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικότροχος
ἑλικτήρ
ἑλικτός
Ἑλικών
Ἑλικώνιος
ἑλίκωψ
View word page
ἑλικο-βλέφαρος
ἑλικο-βλέφαροςdial.ἑλικογλέφαροςονadjβλέφαρον of Aphrodite, Maia, mortal womenperh.with curling eyelashesHes. hHom. Simon. Pi.or perh. quick-glancing

ShortDef

with ever-moving eyelids, quick-glancing

Debugging

Headword:
ἑλικοβλέφαρος
Headword (normalized):
ἑλικοβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
ελικοβλεφαρος
IDX:
12162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12163
Key:
ἑλικοβλέφαρος

Data

{'headword_display': '<b>ἑλικο-βλέφαρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑλικο-βλέφαρος</HL><VL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>ἑλικογλέφαρος</FmHL></VL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βλέφαρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Aphrodite, Maia, mortal women</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>with curling eyelashes</Tr><Au>Hes. hHom. Simon. Pi.</Au><Extra>or perh. <ital>quick-glancing</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'ἑλικοβλέφαρος'}