Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑλεσπίδες
ἑλετός
ἐλευθερίᾱ
ἐλευθεριάζω
ἐλευθερικός
ἐλευθέριος
ἐλευθεριότης
ἐλευθεροπρεπής
ἐλεύθερος
ἐλευθεροστομέω
ἐλευθερόστομος
ἐλευθερόω
ἐλευθέρωσις
ἐλεύθω
Ἐλευσῑ́ς
ἔλευσις
ἐλεύσομαι
ἐλεφαίρομαι
ἐλέφαις
ἐλεφαντάρχης
ἐλεφάντινος
View word page
ἐλευθερό-στομος
ἐλευθερό-στομοςονadjστόμα of a tonguethat is free to speakA.

ShortDef

free-spoken

Debugging

Headword:
ἐλευθερόστομος
Headword (normalized):
ἐλευθερόστομος
Headword (normalized/stripped):
ελευθεροστομος
IDX:
12135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12136
Key:
ἐλευθερόστομος

Data

{'headword_display': '<b>ἐλευθερό-στομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐλευθερό-στομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tongue</Indic><Tr>that is free to speak</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐλευθερόστομος'}