Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄσικχος
ἄσιλλα
ἀσινής
ἄσις
Ᾱ̓σίς
ἀσῑτέω
ἀσῑτίᾱ
ἄσῑτος
ἀσκαλαβώτης
ἄσκαλος
ἀσκάντης
ἀσκαρδάμυκτον
ἀσκαρίζω
ἄσκαφος
ἀσκελής
ἀσκελής
ἀσκέπαρνος
ἄσκεπτος
ἀσκέρη
ἀσκευής
ἄσκευος
View word page
ἀσκάντης
ἀσκάντηςουm small seat for reclininglittle couchAr. Call.

ShortDef

a poor bed, pallet

Debugging

Headword:
ἀσκάντης
Headword (normalized):
ἀσκάντης
Headword (normalized/stripped):
ασκαντης
IDX:
1212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1213
Key:
ἀσκάντης

Data

{'headword_display': '<b>ἀσκάντης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀσκάντης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>small seat for reclining</Def><Tr>little couch</Tr><Au>Ar. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀσκάντης'}