Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀσῑ́γητος
ἀσίδηρος
ἄσικχος
ἄσιλλα
ἀσινής
ἄσις
Ᾱ̓σίς
ἀσῑτέω
ἀσῑτίᾱ
ἄσῑτος
ἀσκαλαβώτης
ἄσκαλος
ἀσκάντης
ἀσκαρδάμυκτον
ἀσκαρίζω
ἄσκαφος
ἀσκελής
ἀσκελής
ἀσκέπαρνος
ἄσκεπτος
ἀσκέρη
View word page
ἀσκαλαβώτης
ἀσκαλαβώτηςουm a kind of lizardgeckoAr.

ShortDef

the spotted lizard

Debugging

Headword:
ἀσκαλαβώτης
Headword (normalized):
ἀσκαλαβώτης
Headword (normalized/stripped):
ασκαλαβωτης
IDX:
1210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1211
Key:
ἀσκαλαβώτης

Data

{'headword_display': '<b>ἀσκαλαβώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀσκαλαβώτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>a kind of lizard</Def><Tr>gecko</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀσκαλαβώτης'}