Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐλεγκτέον
ἐλεγκτήρ
ἐλεγκτικός
ἐλέγμην
ἔλεγος
ἐλεγχείη
ἐλεγχής
ἔλεγχος
ἔλεγχος
ἐλέγχω
ἐλεεινός
ἐλεέω
ἐλεημοσύνη
ἐλεήμων
ἐλέηνα
ἐλεητικός
ἐλεητύς
Ἐλείθυια
ἑλεῖν
ἐλεινολογίᾱ
ἐλεινός
View word page
ἐλεεινός
ἐλεεινόςep.adjseeἐλεινός

ShortDef

finding pity, pitied

Debugging

Headword:
ἐλεεινός
Headword (normalized):
ἐλεεινός
Headword (normalized/stripped):
ελεεινος
IDX:
12088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12089
Key:
ἐλεεινός

Data

{'headword_display': '<b>ἐλεεινός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐλεεινός</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἐλεινός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐλεεινός'}