Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐλάτη
ἐλατήρ
ἐλατήριος
ἐλάτης
ἐλάτινος
ἐλᾱττονάκις
ἐλᾱττόνως
ἐλᾱ́ττωμα
ἐλᾱ́ττων
ἐλᾱ́ττωσις
ἐλᾱττωτικός
ἐλαύνω
ἐλάφειος
ἐλαφηβολίη
Ἐλαφηβολιών
ἐλαφηβόλος
ἐλαφοκτόνος
ἔλαφος
ἐλαφρίζω
ἐλαφρός
ἐλαφρότης
View word page
ἐλᾱττωτικός
ἐλᾱττωτικόςή όνAtt.adj of a personapt to take lessthan one's dueArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐλᾱττωτικός
Headword (normalized):
ἐλᾱττωτικός
Headword (normalized/stripped):
ελαττωτικος
IDX:
12056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-12057
Key:
ἐλᾱττωτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐλᾱττωτικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἐλᾱττωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>Att.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>apt to take less<Expl>than one's due</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἐλᾱττωτικός'}