Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκτόπιος
ἔκτοπος
Ἑκτόρειος
ἐκτορέω
ἐκτός
ἕκτος
ἔκτοσε
ἔκτοσθε(ν)
ἔκτοτε
ἐκτραγῳδέω
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτρᾱχῡ́νω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἐκτρῑ́βω
ἔκτριμμα
ἐκτροπή
ἐκτρῡπάω
ἐκτρῡχόω
View word page
ἐκτράπελος
ἐκτράπελοςονadjἐκτρέπω of speech, modes of behaviourdeviant, perverse, untowardThgn. Pi.

ShortDef

turning from the common course, devious, strange

Debugging

Headword:
ἐκτράπελος
Headword (normalized):
ἐκτράπελος
Headword (normalized/stripped):
εκτραπελος
IDX:
11940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11941
Key:
ἐκτράπελος

Data

{'headword_display': '<b>ἐκτράπελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐκτράπελος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐκτρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of speech, modes of behaviour</Indic><Tr>deviant, perverse, untoward</Tr><Au>Thgn. Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐκτράπελος'}