Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκτήσομαι
ἐκτίθημι
ἐκτίκτω
ἐκτίλλω
ἐκτῑμάω
ἔκτῑμος
ἐκτινάσσω
ἐκτίνω
ἔκτισις
ἔκτισμα
ἐκτιτρώσκω
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
ἐκτοιχωρυχέω
ἐκτολυπεύω
ἐκτομή
ἐκτομίης
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἔκτοπος
View word page
ἐκ-τιτρώσκω
ἐκ-τιτρώσκωvb of a woman miscarryHdt.

ShortDef

to bring forth untimely: to miscarry

Debugging

Headword:
ἐκτιτρώσκω
Headword (normalized):
ἐκτιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
εκτιτρωσκω
IDX:
11921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11922
Key:
ἐκτιτρώσκω

Data

{'headword_display': '<b>ἐκ-τιτρώσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐκ-τιτρώσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a woman</Indic> <Tr>miscarry</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐκτιτρώσκω'}