Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτεκνόομαι
ἐκτελειόω
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἑκτέος
ἑκτεύς
ἐκτεχνάομαι
ἕκτη
ἐκτήκω
ἔκτημαι
ἑκτήμοροι
ἐκτήσομαι
ἐκτίθημι
View word page
ἐκτένεια
ἐκτένειαᾱςfἐκτενής earnestnessNT.

ShortDef

intensity, zeal, earnestness

Debugging

Headword:
ἐκτένεια
Headword (normalized):
ἐκτένεια
Headword (normalized/stripped):
εκτενεια
IDX:
11902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11903
Key:
ἐκτένεια

Data

{'headword_display': '<b>ἐκτένεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐκτένεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἐκτενής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>earnestness</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐκτένεια'}