Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπομάσσω
ἀπομαστῑγόω
ἀπομαστίδιος
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομέμφομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκῡ́νω
ἀπομηνίω
ἀπομῑμέομαι
ἀπομῑ́μησις
ἀπομιμνήσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
View word page
ἀπο-μεστόομαι
ἀπομεστόομαιpass.contr.vb fig., of a loverbecome filled to saturationw. desirePl.

ShortDef

to be filled to the brim

Debugging

Headword:
ἀπομεστόομαι
Headword (normalized):
ἀπομεστόομαι
Headword (normalized/stripped):
απομεστοομαι
IDX:
118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-119
Key:
ἀπομεστόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-μεστόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>μεστόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a lover</Indic><Tr>become filled to saturation<Expl>w. desire</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπομεστόομαι'}