Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκταπεινόω
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατός
ἐκτέαται
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτεκνόομαι
ἐκτελειόω
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἑκτέος
ἑκτεύς
ἐκτεχνάομαι
View word page
ἐκ-τεκνόομαι
ἐκ-τεκνόομαιmid.contr.vb beget, father childrenE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκτεκνόομαι
Headword (normalized):
ἐκτεκνόομαι
Headword (normalized/stripped):
εκτεκνοομαι
IDX:
11896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11897
Key:
ἐκτεκνόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐκ-τεκνόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐκ-τεκνόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>beget, father</Tr> <Obj>children<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐκτεκνόομαι'}