Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταπεινόω
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατός
ἐκτέαται
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτεκνόομαι
ἐκτελειόω
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἑκτέος
View word page
ἔκτεισμα
ἔκτεισμαorἔκτισμαατοςnἐκτίνω payment, penaltyfor a crimePl.

ShortDef

payment

Debugging

Headword:
ἔκτεισμα
Headword (normalized):
ἔκτεισμα
Headword (normalized/stripped):
εκτεισμα
IDX:
11894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11895
Key:
ἔκτεισμα

Data

{'headword_display': '<b>ἔκτεισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἔκτεισμα<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>ἔκτισμα</FmHL></VL></HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἐκτίνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>payment, penalty<Expl>for a crime</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἔκτεισμα'}