Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλομαι
ἐκστέφω
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρέφω
ἐκσῡρίττω
ἐκσφρᾱγίζομαι
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύομαι
ἔκτα
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἔκταθεν
ἑκταῖος
ἔκταμεν
ἐκτάμνω
ἔκταν
ἐκτανύω
ἔκταξις
View word page
ἐκ-σωρεύομαι
ἐκ-σωρεύομαιpass.vb of axles, corpses be piled upE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκσωρεύομαι
Headword (normalized):
ἐκσωρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εκσωρευομαι
IDX:
11875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11876
Key:
ἐκσωρεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐκ-σωρεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐκ-σωρεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of axles, corpses</Indic> <Tr>be piled up</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐκσωρεύομαι'}