Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκπρῑ́ω
ἐκπροθῡμέομαι
ἐκπροιάλλω
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρῑ́νομαι
ἐκπρολείπω
ἐκπρομολεῖν
ἐκπροτῑμάω
ἐκπροχέω
ἐκπτήσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέομαι
ἐκπτόμενος
ἐκπτῡ́ω
ἔκπτωσις
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυρόω
ἔκπυστος
ἔκπωμα
ἐκρᾱ́ανθεν
View word page
ἐκπτήσομαι
ἐκπτήσομαιfut.mid.seeἐκπέτομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκπτήσομαι
Headword (normalized):
ἐκπτήσομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπτησομαι
IDX:
11820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11821
Key:
ἐκπτήσομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐκπτήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἐκπτήσομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἐκπέτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐκπτήσομαι'}