Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρήσσω
ἐκπρίασθαι
ἐκπρῑ́ω
ἐκπροθῡμέομαι
ἐκπροιάλλω
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρῑ́νομαι
ἐκπρολείπω
ἐκπρομολεῖν
ἐκπροτῑμάω
ἐκπροχέω
ἐκπτήσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέομαι
ἐκπτόμενος
ἐκπτῡ́ω
ἔκπτωσις
View word page
ἐκ-προκρῑ́νομαι
ἐκ-προκρῑ́νομαιpass.vb of women slaves be chosen as the pickw.gen.of a cityE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκπροκρῑ́νομαι
Headword (normalized):
ἐκπροκρῑ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπροκρινομαι
IDX:
11815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11816
Key:
ἐκπροκρῑ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐκ-προκρῑ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐκ-προκρῑ́νομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of women slaves</Indic> <Tr>be chosen as the pick</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a city<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐκπροκρῑ́νομαι'}