Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκπορθέω
ἐκπορθήτωρ
ἐκπορθμεύω
ἐκπορίζω
ἐκποτάομαι
ἐκπρᾱ́σσω
ἐκπρεμνίζω
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρήσσω
ἐκπρίασθαι
ἐκπρῑ́ω
ἐκπροθῡμέομαι
ἐκπροιάλλω
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρῑ́νομαι
ἐκπρολείπω
ἐκπρομολεῖν
ἐκπροτῑμάω
View word page
ἐκπρήσσω
ἐκπρήσσωIon.vbseeἐκπρᾱ́σσω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκπρήσσω
Headword (normalized):
ἐκπρήσσω
Headword (normalized/stripped):
εκπρησσω
IDX:
11808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11809
Key:
ἐκπρήσσω

Data

{'headword_display': '<b>ἐκπρήσσω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐκπρήσσω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐκπρᾱ́σσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐκπρήσσω'}