Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκπονέω
ἐκπορεύω
ἐκπορθέω
ἐκπορθήτωρ
ἐκπορθμεύω
ἐκπορίζω
ἐκποτάομαι
ἐκπρᾱ́σσω
ἐκπρεμνίζω
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρήσσω
ἐκπρίασθαι
ἐκπρῑ́ω
ἐκπροθῡμέομαι
ἐκπροιάλλω
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρῑ́νομαι
ἐκπρολείπω
View word page
ἐκ-πρέπω
ἐκ-πρέπωvb be outstanding w.dat.in courageE.

ShortDef

to be excellent

Debugging

Headword:
ἐκπρέπω
Headword (normalized):
ἐκπρέπω
Headword (normalized/stripped):
εκπρεπω
IDX:
11806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11807
Key:
ἐκπρέπω

Data

{'headword_display': '<b>ἐκ-πρέπω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐκ-πρέπω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be outstanding</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in courage<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐκπρέπω'}