Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκπιπρᾱ́σκομαι
ἐκπίπτω
ἐκπίτνω
ἐκπλαγής
ἕκπλεθρος
ἐκπλέω
ἔκπλεως
ἐκπλήγδην
ἐκπλήγνυμαι
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωσις
ἐκπλήσσω
ἔκπλους
ἐκπλῡ́νω
ἔκπλυτος
ἐκπλώω
ἐκπνέω
ἐκπνοή
View word page
ἔκπληκτος
ἔκπληκτοςονadj of haresterrifiedby houndsX.

ShortDef

terror-stricken, amazed

Debugging

Headword:
ἔκπληκτος
Headword (normalized):
ἔκπληκτος
Headword (normalized/stripped):
εκπληκτος
IDX:
11773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11774
Key:
ἔκπληκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἔκπληκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἔκπληκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of hares</Indic><Tr>terrified<Expl>by hounds</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἔκπληκτος'}