Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισπασμός
ἐκπερισσῶς
ἔκπεσον
ἐκπετάννῡμι
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἐκπεύθομαι
ἐκπέφαται
ἐκπεφυυῖα
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπήδησις
ἐκπηνίζομαι
ἐκπῑδῡ́ομαι
ἐκπιέζω
ἐκπίμπλημι
ἐκπῑ́νω
View word page
ἐκπεύθομαι
ἐκπεύθομαιmid.vbseeἐκπυνθάνομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκπεύθομαι
Headword (normalized):
ἐκπεύθομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπευθομαι
IDX:
11752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11753
Key:
ἐκπεύθομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐκπεύθομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐκπεύθομαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐκπυνθάνομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐκπεύθομαι'}