Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔκπεμψις
ἐκπεπληγμένως
ἐκπέποται
ἐκπέπρᾱται
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπέρᾱμα
ἐκπεράω
ἐκπερδῑκίζω
ἐκπέρθω
ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισπασμός
ἐκπερισσῶς
ἔκπεσον
ἐκπετάννῡμι
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἐκπεύθομαι
View word page
ἐκ-περιάγω
ἐκ-περιάγωvb leadw.acc.troopsoutof a placeby a detour Plb.

ShortDef

lead out round

Debugging

Headword:
ἐκπεριάγω
Headword (normalized):
ἐκπεριάγω
Headword (normalized/stripped):
εκπεριαγω
IDX:
11742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11743
Key:
ἐκπεριάγω

Data

{'headword_display': '<b>ἐκ-περιάγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐκ-περιάγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>lead<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>troops</Prnth>out<Prnth>of a place</Prnth>by a detour</Tr> <Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐκπεριάγω'}