Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκπαύω
ἐκπείθω
ἐκπειράζω
ἐκπειράομαι
ἐκπέλω
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπληγμένως
ἐκπέποται
ἐκπέπρᾱται
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπέρᾱμα
ἐκπεράω
ἐκπερδῑκίζω
ἐκπέρθω
ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισπασμός
View word page
ἐκπεπταμένως
ἐκπεπταμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underἐκπετάννῡμι

ShortDef

extravagantly

Debugging

Headword:
ἐκπεπταμένως
Headword (normalized):
ἐκπεπταμένως
Headword (normalized/stripped):
εκπεπταμενως
IDX:
11736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11737
Key:
ἐκπεπταμένως

Data

{'headword_display': '<b>ἐκπεπταμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἐκπεπταμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ἐκπετάννῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἐκπεπταμένως'}