Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄσαρκος
ἄσᾱρος
ᾱ̓́σασθαι
ᾱ̓́σατο
ἀσάφεια
ἀσαφής
ἀσάω
ἄσβεστος
ἀσβόλη
ἀσβολόομαι
ἄσβολος
ἄσδω
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἀσείρωτος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσελγής
ἀσέληνος
View word page
ἄσβολος
ἄσβολοςουf sootHippon. Ar. Plu.

ShortDef

soot

Debugging

Headword:
ἄσβολος
Headword (normalized):
ἄσβολος
Headword (normalized/stripped):
ασβολος
IDX:
1170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1171
Key:
ἄσβολος

Data

{'headword_display': '<b>ἄσβολος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄσβολος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>soot</Tr><Au>Hippon. Ar. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄσβολος'}