Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκκορίζω
ἐκκορυφόω
ἐκκουφίζω
ἐκκρᾱ́ζω
ἐκκρεμάννῡμι
ἐκκρίμναμαι
ἐκκρῑ́νω
ἔκκριτος
ἔκκρουσις
ἐκκρουστικός
ἔκκρουστος
ἐκκρούω
ἐκκυβεύω
ἐκκυβιστάω
ἐκκυκάω
ἐκκυκλέομαι
ἐκκυλίνδω
ἐκκῡμαίνω
ἐκκυνέω
ἐκκυνηγέσσω
ἐκκυνηγετέω
View word page
ἔκκρουστος
ἔκκρουστοςονadjof an emblem on a shieldbeaten out, embossedA.

ShortDef

beaten out, embossed

Debugging

Headword:
ἔκκρουστος
Headword (normalized):
ἔκκρουστος
Headword (normalized/stripped):
εκκρουστος
IDX:
11604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11605
Key:
ἔκκρουστος

Data

{'headword_display': '<b>ἔκκρουστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἔκκρουστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an emblem on a shield</Indic><Tr>beaten out, embossed</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἔκκρουστος'}