Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκκορέω
ἐκκορίζω
ἐκκορυφόω
ἐκκουφίζω
ἐκκρᾱ́ζω
ἐκκρεμάννῡμι
ἐκκρίμναμαι
ἐκκρῑ́νω
ἔκκριτος
ἔκκρουσις
ἐκκρουστικός
ἔκκρουστος
ἐκκρούω
ἐκκυβεύω
ἐκκυβιστάω
ἐκκυκάω
ἐκκυκλέομαι
ἐκκυλίνδω
ἐκκῡμαίνω
ἐκκυνέω
ἐκκυνηγέσσω
View word page
ἐκκρουστικός
ἐκκρουστικόςή όνadjof that which causes terrorconducive to expulsionw.gen.of pityArist.

ShortDef

fitted for expelling

Debugging

Headword:
ἐκκρουστικός
Headword (normalized):
ἐκκρουστικός
Headword (normalized/stripped):
εκκρουστικος
IDX:
11603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11604
Key:
ἐκκρουστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἐκκρουστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐκκρουστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of that which causes terror</Indic><Tr>conducive to expulsion<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of pity</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐκκρουστικός'}