Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπομαραίνομαι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτῡ́ρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστῑγόω
ἀπομαστίδιος
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομέμφομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκῡ́νω
ἀπομηνίω
ἀπομῑμέομαι
ἀπομῑ́μησις
ἀπομιμνήσκομαι
ἀπόμισθος
View word page
ἀπο-μέμφομαι
ἀπομέμφομαιmid.vb find faultw.dat.w. someonew.acc.for sthg.Theoc.

ShortDef

rebuke

Debugging

Headword:
ἀπομέμφομαι
Headword (normalized):
ἀπομέμφομαι
Headword (normalized/stripped):
απομεμφομαι
IDX:
115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-116
Key:
ἀπομέμφομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-μέμφομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>μέμφομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>find fault</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Expl><GLbl>w.acc.</GLbl>for sthg.</Expl><Au>Theoc.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπομέμφομαι'}