Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκκλησιασμός
ἐκκλησιαστής
ἐκκλησιαστικός
ἐκκλητεύω
ἔκκλητος
ἐκκλῄω
ἐκλίθην
ἐκκλῑ́νω
ἐκκλύζω
ἐκκνάω
ἐκκοβᾱλικεύομαι
ἐκκοιλαίνω
ἐκκοιμάομαι
ἐκκοκκίζω
ἐκκολάπτω
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομπάζω
ἐκκοπή
ἐκκόπτω
View word page
ἐκ-κοβᾱλικεύομαι
ἐκ-κοβᾱλικεύομαιmid.vbκόβᾱλος bamboozle someonew. flatteryAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκκοβᾱλικεύομαι
Headword (normalized):
ἐκκοβᾱλικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εκκοβαλικευομαι
IDX:
11582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11583
Key:
ἐκκοβᾱλικεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐκ-κοβᾱλικεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐκ-κοβᾱλικεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>κόβᾱλος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>bamboozle</Tr> <Obj>someone<Expl>w. flattery</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐκκοβᾱλικεύομαι'}