Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐκεχρήμην
ἐκέχυντο
ἐκζέω
ἐκζητέομαι
ἐκζωπυρέω
ἔκηα
ἑκηβολίη
ἑκηβόλος
ἕκηλος
ἕκητι
ἐκθαμβέομαι
ἔκθαμβος
ἐκθαμνίζω
ἐκθαρρέω
ἐκθαυμάζω
ἐκθεᾱ́ομαι
ἐκθεᾱτρίζω
ἐκθειάζω
ἔκθεμα
ἐκθεραπεύω
ἐκθερίζω
View word page
ἐκ-θαμβέομαι
ἐκ-θαμβέομαιpass.contr.vb be amazed NT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκθαμβέομαι
Headword (normalized):
ἐκθαμβέομαι
Headword (normalized/stripped):
εκθαμβεομαι
IDX:
11501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11502
Key:
ἐκθαμβέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἐκ-θαμβέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἐκ-θαμβέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be amazed</Tr> <Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἐκθαμβέομαι'}