Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόμαξις
ἀπομαραίνομαι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτῡ́ρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστῑγόω
ἀπομαστίδιος
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομέμφομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκῡ́νω
ἀπομηνίω
ἀπομῑμέομαι
ἀπομῑ́μησις
ἀπομιμνήσκομαι
View word page
ἀπο-μείρομαι
ἀπομείρομαιmid.vb take as one's portionof the morningaccount fora third of the workwhich needs to be doneHes.

ShortDef

to distribute

Debugging

Headword:
ἀπομείρομαι
Headword (normalized):
ἀπομείρομαι
Headword (normalized/stripped):
απομειρομαι
IDX:
114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-115
Key:
ἀπομείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-μείρομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>μείρομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>take as one's portion</Def><vS2><Indic>of the morning</Indic><Tr>account for</Tr><Obj>a third of the work<Expl>which needs to be done</Expl><Au>Hes.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀπομείρομαι'}