Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἔκδημος
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδρᾱ́σκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαστᾱ́ς
ἐκδικέω
ἐκδίκησις
ἔκδικος
ἐκδιψάω
ἐκδιώκω
ἔκδοσις
ἐκδοτέον
ἔκδοτος
ἐκδοχή
ἐκδρακοντόομαι
View word page
ἐκδικαστᾱ́ς
ἐκδικαστᾱ́ςdial.m avengerw.gen.of a dead personE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκδικαστᾱ́ς
Headword (normalized):
ἐκδικαστᾱ́ς
Headword (normalized/stripped):
εκδικαστας
IDX:
11457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11458
Key:
ἐκδικαστᾱ́ς

Data

{'headword_display': '<b>ἐκδικαστᾱ́ς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐκδικαστᾱ́ς</HL><Infl>ᾶ</Infl><PS>dial.m</PS></HG> <nS1><Tr>avenger<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a dead person</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐκδικαστᾱ́ς'}