Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἕκατος
ἑκατόστομος
ἑκατοστός
ἑκατοστύς
ἐκαύθην
ἐκβάζω
ἐκβαίνω
ἐκβακχεύω
ἐκβάλλω
ἐκβαρβαρόω
ἐκβαρβάρωσις
Ἐκβάσιος
ἔκβασις
ἐκβάω
ἐκβεβαιόομαι
ἐκβιάζομαι
ἐκβιβάζω
ἐκβιβρώσκω
ἐκβλαστάνω
ἔκβλητος
ἐκβλύζω
View word page
ἐκβαρβάρωσις
ἐκβαρβάρωσιςεωςf barbarisationof a countryPlu.

ShortDef

barbarization

Debugging

Headword:
ἐκβαρβάρωσις
Headword (normalized):
ἐκβαρβάρωσις
Headword (normalized/stripped):
εκβαρβαρωσις
IDX:
11397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11398
Key:
ἐκβαρβάρωσις

Data

{'headword_display': '<b>ἐκβαρβάρωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἐκβαρβάρωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>barbarisation<Expl>of a country</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἐκβαρβάρωσις'}