Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑκατόζυγος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατομπτολίεθρος
ἑκατόμπυλος
ἑκατομφόνια
ἑκατόν
ἑκατοντάδες
ἑκατονταετηρίς
ἑκατονταετής
ἑκατοντακάρᾱνος
ἑκατοντάλαντος
ἑκατονταπλασίων
ἑκατοντάρχης
ἑκατοντορόγυιος
ἕκατος
ἑκατόστομος
View word page
ἑκατόν
ἑκατόνindecl.num.adj one hundredIl.

ShortDef

a hundred

Debugging

Headword:
ἑκατόν
Headword (normalized):
ἑκατόν
Headword (normalized/stripped):
εκατον
IDX:
11378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11379
Key:
ἑκατόν

Data

{'headword_display': '<b>ἑκατόν</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑκατόν</HL><PS>indecl.num.adj</PS></HG> <aS1><Tr>one hundred</Tr><Au>Il.<NBPlus/></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἑκατόν'}