Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑκατέρωσε
Ἑκάτη
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
ἕκᾱτι
ἑκατόγγυιος
ἑκατογκάρᾱνος
ἑκατογκεφάλᾱς
ἑκατόγκρᾱνος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατομπτολίεθρος
ἑκατόμπυλος
ἑκατομφόνια
ἑκατόν
View word page
ἑκατό-ζυγος
ἑκατό-ζυγοςονadjζυγόν of a shipwith a hundred rowing-benchesIl.

ShortDef

with a hundred benches for rowers

Debugging

Headword:
ἑκατόζυγος
Headword (normalized):
ἑκατόζυγος
Headword (normalized/stripped):
εκατοζυγος
IDX:
11368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11369
Key:
ἑκατόζυγος

Data

{'headword_display': '<b>ἑκατό-ζυγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἑκατό-ζυγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζυγόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>with a hundred rowing-benches</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἑκατόζυγος'}