Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἑκατᾱβόλος
Ἑκαταῖα
ἑκατεράκις
ἑκάτερθε(ν)
ἑκάτερος
ἑκατέρωθεν
ἑκατέρωθι
ἑκατέρως
ἑκατέρωσε
Ἑκάτη
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
ἕκᾱτι
ἑκατόγγυιος
ἑκατογκάρᾱνος
ἑκατογκεφάλᾱς
ἑκατόγκρᾱνος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
View word page
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβελέτηςᾱοep.mreltd.ἑκατηβόλος epith. of Apolloone who shoots from afar, far-shooterIl. Hes. hHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑκατηβελέτης
Headword (normalized):
ἑκατηβελέτης
Headword (normalized/stripped):
εκατηβελετης
IDX:
11360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11361
Key:
ἑκατηβελέτης

Data

{'headword_display': '<b>ἑκατηβελέτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἑκατηβελέτης</HL><Infl>ᾱο</Infl><PS>ep.m</PS><Ety>reltd.<Ref>ἑκατηβόλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>epith. of Apollo</Indic><Tr>one who shoots from afar, far-shooter</Tr><Au>Il. Hes. hHom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἑκατηβελέτης'}