Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθεωρίᾱ
ἀρχιθέωρος
ἀρχίκλωψ
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
Ἀρχίλοχος
ἀρχίμῑμος
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιπειρᾱτής
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλῑνος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχοειδής
ἀρχός
ἄρχω
ἄρχων
View word page
ἀρχι-συνάγωγος
ἀρχισυνάγωγοςουmσυναγωγή leader of a synagogueNT.

ShortDef

the ruler of a synagogue

Debugging

Headword:
ἀρχισυνάγωγος
Headword (normalized):
ἀρχισυνάγωγος
Headword (normalized/stripped):
αρχισυναγωγος
IDX:
1122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1123
Key:
ἀρχισυνάγωγος

Data

{'headword_display': '<b>ἀρχι-συνάγωγος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀρχι<hyph/>συνάγωγος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>συναγωγή</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>leader of a synagogue</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀρχισυνάγωγος'}