Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰσέρρω
εἰσερύω
εἰσέρχομαι
εἰσέτι
εἰσέχω
ἐῑ́ση
εἰσηγέομαι
εἰσήγημα
εἰσήγησις
εἰσηγητής
εἰσηθέω
εἶσθα
εἰσθέω
εἰσθρῴσκω
εἰσί
εἶσι
εἰσιδέειν
εἰσίζομαι
εἰσίημι
εἰσίθμη
εἰσικνέομαι
View word page
εἰσ-ηθέω
εἰσ-ηθέωἐσ-contr.vb injectoil, into a corpse, w. a syringe Hdt.

ShortDef

to inject by a syringe

Debugging

Headword:
εἰσηθέω
Headword (normalized):
εἰσηθέω
Headword (normalized/stripped):
εισηθεω
IDX:
11228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11229
Key:
εἰσηθέω

Data

{'headword_display': '<b>εἰσ-ηθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εἰσ-ηθέω<VL><FmHL>ἐσ-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>inject<Expl>oil, into a corpse, w. a syringe</Expl></Tr> <Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εἰσηθέω'}