Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνομαι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτῡ́ρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστῑγόω
ἀπομαστίδιος
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομέμφομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκῡ́νω
ἀπομηνίω
View word page
ἀπο-ματαΐζω
ἀποματαΐζωIon.vbματᾴζω respond in an insulting wayapp. w. a fartHdt.

ShortDef

to behave in unseemly fashion

Debugging

Headword:
ἀποματαΐζω
Headword (normalized):
ἀποματαΐζω
Headword (normalized/stripped):
αποματαιζω
IDX:
111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-112
Key:
ἀποματαΐζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-ματαΐζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>ματαΐζω</HL><PS>Ion.vb</PS><Ety><Ref>ματᾴζω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>respond in an insulting way<Expl>app. w. a fart</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποματαΐζω'}