Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρχίδιον
ἀρχιερατικός
ἀρχιερεύς
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθεωρίᾱ
ἀρχιθέωρος
ἀρχίκλωψ
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
Ἀρχίλοχος
ἀρχίμῑμος
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιπειρᾱτής
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλῑνος
ἀρχιυπασπιστής
View word page
Ἀρχίλοχος
Ἀρχίλοχοςουm Archilochusof Paros, early 7th-C. BC iambic and elegiac poetPi. Hdt. Pl.

ShortDef

Archilochus

Debugging

Headword:
Ἀρχίλοχος
Headword (normalized):
ἀρχίλοχος
Headword (normalized/stripped):
αρχιλοχος
IDX:
1118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1119
Key:
Ἀρχίλοχος

Data

{'headword_display': '<b>Ἀρχίλοχος</b>', 'content': '<PNE><HG><HL>Ἀρχίλοχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>Archilochus<Expl>of Paros, early 7th-C. BC iambic and elegiac poet</Expl></Tr><Au>Pi. Hdt. Pl.<NBPlus/></Au></nS1> </PNE>', 'key': 'Ἀρχίλοχος'}