Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρχιγραμματεύς
ἀρχίδιον
ἀρχιερατικός
ἀρχιερεύς
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθεωρίᾱ
ἀρχιθέωρος
ἀρχίκλωψ
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
Ἀρχίλοχος
ἀρχίμῑμος
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιπειρᾱτής
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλῑνος
View word page
ἀρχι-κυβερνήτης
ἀρχικυβερνήτηςουmἄρχω chief pilotof a fleetPlu.

ShortDef

a chief pilot

Debugging

Headword:
ἀρχικυβερνήτης
Headword (normalized):
ἀρχικυβερνήτης
Headword (normalized/stripped):
αρχικυβερνητης
IDX:
1117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1118
Key:
ἀρχικυβερνήτης

Data

{'headword_display': '<b>ἀρχι-κυβερνήτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀρχι<hyph/>κυβερνήτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>chief pilot<Expl>of a fleet</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀρχικυβερνήτης'}