Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰρωτάω
εἱρώων
εἰς
εἷς
εἶς
εἶς
εἷσα
εἰσαγγελεύς
εἰσαγγελίᾱ
εἰσαγγέλλω
εἰσαγγελτικός
εἰσαγείρω
εἰσάγω
εἰσαγωγεύς
εἰσαγωγή
εἰσαγώγιμος
εἰσαεί
εἰσαθρέω
εἰσαίρω
εἰσαΐω
εἰσακοντίζω
View word page
εἰσαγγελτικός
εἰσαγγελτικόςή όνadj of a lawrelating to impeachmentHyp.

ShortDef

of or for an impeachment

Debugging

Headword:
εἰσαγγελτικός
Headword (normalized):
εἰσαγγελτικός
Headword (normalized/stripped):
εισαγγελτικος
IDX:
11157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11158
Key:
εἰσαγγελτικός

Data

{'headword_display': '<b>εἰσαγγελτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εἰσαγγελτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a law</Indic><Tr>relating to impeachment</Tr><Au>Hyp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εἰσαγγελτικός'}