Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρχηγετεύω
ἀρχηγετέω
ἀρχηγέτης
ἀρχηγός
ἀρχῆθεν
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχίδιον
ἀρχιερατικός
ἀρχιερεύς
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθεωρίᾱ
ἀρχιθέωρος
ἀρχίκλωψ
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
Ἀρχίλοχος
ἀρχίμῑμος
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιπειρᾱτής
ἀρχισυνάγωγος
View word page
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθεωρέωcontr.vbἀρχιθέωρος be an embassy-leader D.

ShortDef

to be ἀρχιθέωρος

Debugging

Headword:
ἀρχιθεωρέω
Headword (normalized):
ἀρχιθεωρέω
Headword (normalized/stripped):
αρχιθεωρεω
IDX:
1112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1113
Key:
ἀρχιθεωρέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀρχιθεωρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀρχιθεωρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀρχιθέωρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be an embassy-leader </Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀρχιθεωρέω'}