Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εἰρηνοποιός
εἰρηνοφύλαξ
εἰρήσθω
εἰρήσομαι
εἰρίνεος
εἴριον
εἴρῑσα
εἰρκτέον
εἱρκτή
εἷρξα
εἰροκόμος
εἴρομαι
εἰροπόκος
εἶρος
εἷρπον
εἰρῠ́αται
εἰρῠ́αται
εἰρύομαι
εἴρυσα
εἰρύσαο
εἴρυσθαι
View word page
εἰρο-κόμος
εἰρο-κόμοςουfεἶροςκομέω wool-worker, spinnerIl.

ShortDef

dressing wool

Debugging

Headword:
εἰροκόμος
Headword (normalized):
εἰροκόμος
Headword (normalized/stripped):
ειροκομος
IDX:
11126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-11127
Key:
εἰροκόμος

Data

{'headword_display': '<b>εἰρο-κόμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εἰρο-κόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>εἶρος</Ref><Ref>κομέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wool-worker, spinner</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εἰροκόμος'}