Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρχέχορος
ἀρχή
ἀρχηγενής
ἀρχηγετεύω
ἀρχηγετέω
ἀρχηγέτης
ἀρχηγός
ἀρχῆθεν
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχίδιον
ἀρχιερατικός
ἀρχιερεύς
ἀρχιερωσύνη
ἀρχιθεωρέω
ἀρχιθεωρίᾱ
ἀρχιθέωρος
ἀρχίκλωψ
ἀρχικός
ἀρχικυβερνήτης
Ἀρχίλοχος
ἀρχίμῑμος
View word page
ἀρχιερατικός
ἀρχιερατικόςή όνadjἀρχιερεύςof the familyof the high priestin JerusalemNT.

ShortDef

of the high-priest

Debugging

Headword:
ἀρχιερατικός
Headword (normalized):
ἀρχιερατικός
Headword (normalized/stripped):
αρχιερατικος
IDX:
1109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1110
Key:
ἀρχιερατικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀρχιερατικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀρχιερατικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀρχιερεύς</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of the family</Indic><Tr>of the high priest<Expl>in Jerusalem</Expl></Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀρχιερατικός'}