Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπομακτέον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνομαι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτῡ́ρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστῑγόω
ἀπομαστίδιος
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομέμφομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκῡ́νω
View word page
ἀπομαστίδιος
ἀπομαστίδιοςονadjμαστός of a childnewly weanedE.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπομαστίδιος
Headword (normalized):
ἀπομαστίδιος
Headword (normalized/stripped):
απομαστιδιος
IDX:
110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-111
Key:
ἀπομαστίδιος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπομαστίδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπομαστίδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μαστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a child</Indic><Tr>newly weaned</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπομαστίδιος'}